- νταίνω
- 1. βρίσκω τυχαία κάποιον ή κάτι, συναντώ κατά τύχη2. αντιμετωπίζω εχθρό, πολεμώ κάποιον3. σκαλώνω, μπλέκω («το παραγάδι σήμερα άντεσε πολλές φορές»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ανταίνω «συναντώ, μπλέκομαι» με σίγηση τού αρκτικού α-].
Dictionary of Greek. 2013.